- γυναικίσιος, -ια, -ιο
- γυναικείος: Γυναικίσια συμπεριφορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γυναικοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ταιριάζει σε γυναίκες, γυναικίσιος: Αυτό είναι γυναικοπρεπές φέρσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)